εξάγγελος

εξάγγελος
ο
1) курьер, рассыльный; 2) уст. глашатай

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εξάγγελος" в других словарях:

  • ἐξάγγελος — messenger who brings out news masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάγγελος — ο (AM ἐξάγγελος) αυτός που αναγγέλλει, που ανακοινώνει κάτι, ο αγγελιαφόρος, ο διαγγελέας 1. αυτός που διηγείται στους ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή, και επομένως και στους θεατές, όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν μέσα στο ανάκτορο ή στον οίκο,… …   Dictionary of Greek

  • εξάγγελος — ο 1. αυτός που γνωστοποιεί κάτι προς τους έξω, αγγελιοφόρος. 2. αγγελιοφόρος στο αρχαίο δράμα, που αναγγέλλει στη σκηνή όσα γίνονται μες στο ανάκτορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Эксангел —    • Έξάγγελος,          в греческом театре назывался вестник, сообщавший о случившемся внутри дома, напр. об убийстве, как Soph. Ant. 1277 слл. Oed. Тук. 1223. Άγγελος, напротив того, являлся на сцену с улицы и предавал известие о том, что… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐξαγγέλοις — ἐξάγγελος messenger who brings out news masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγέλου — ἐξάγγελος messenger who brings out news masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγέλους — ἐξάγγελος messenger who brings out news masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγέλῳ — ἐξάγγελος messenger who brings out news masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάγγελοι — ἐξάγγελος messenger who brings out news masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάγγελον — ἐξάγγελος messenger who brings out news masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»